ψηλαφητάς — ψηλαφητά̱ς , ψηλαφητής one who feels masc acc pl ψηλαφητά̱ς , ψηλαφητής one who feels masc nom sg (epic doric aeolic) ψηλαφητά̱ς , ψηλαφητός that can be felt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαχουλευτά — Ν [ψαχουλεύω] επίρρ. (τροπ.) ψαχουλεύοντας, ψηλαφητά … Dictionary of Greek
ψηλαφητί — Μ επίρρ. ψηλαφητά, ψηλαφώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφητός + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ατιμωρητ ί)] … Dictionary of Greek
ψηλαφητικός — ή, όν, Μ [ψηλαφητός] μτφ. αυτός που ψηλαφίζει την ουσία, που αναζητεί την αλήθεια. επίρρ... ψηλαφητικῶς Μ ψηλαφητά … Dictionary of Greek
ψηλαφητός — ή, ό / ψηλαφητός, ή, όν, ΝΜΑ [ψηλαφώ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή… … Dictionary of Greek
ψηλαφιστός — ή, ό, Ν [ψηλαφίζω] ψηλαφητός. επίρρ... ψηλαφιστά Ν ψηλαφητά … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
πασπατευτά — επίρρ. τροπ., ψηλαφητά, ψαχουλευτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)